βλαστός

βλαστός

βλαστός, , Keim, Trieb, junges Blatt und Zweig, Schuß, Her. 6, 37. 8, 55; Arist. u. Sp., z. B. Plut. Rom. 20 βλαστοὺς ἀνῆκε γῆ. Uebertr. Sohn, Soph. frg. 314; Ap. Rh. 5, 1371; – ὁ τοῦ βλαστοῦ καιρός, die Zeit des Keimens, D. Sic. 17, 82.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βλαστός — shoot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαστός — I Επώνυμο λογίων, από διάφορες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, κυρίως κρητικής καταγωγής. 1. Αλέξανδρος (1816 – 1844). Γιατρός από τη Χίο. Το 1822 κατέφυγε στην Τεργέστη για να αποφύγει τους διωγμούς των Τούρκων. Ο ίδιος σπούδασε ιατρική στη… …   Dictionary of Greek

  • βλαστός — ο 1. το τμήμα του φυτού που ανήκει στον άξονά του, βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια της γης και φέρει τα κλαδιά και τα φύλλα: Σε λίγες μέρες οι αμυγδαλιές θα βγάλουν βλαστούς. 2. το βλαστάρι. 3. μτφ., το παιδί, ο απόγονος: Είναι βλαστός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βλαστός, Νικόλαος — (15ος αι.). Εκδότης, τυπογράφος και καλλιγράφος από το Ρέθυμνο, πρωτοπόρος της ελληνικής τυπογραφίας. Ο Β. πήγε στη Βενετία όπου, μεταξύ 1480 και 1500, εργάστηκε ως καλλιγράφος συνεταιρικά με τον λόγιο συμπατριώτη του Ζαχαρία Καλλέργη, με τον… …   Dictionary of Greek

  • κλαδώδιο ή φυλλοκλάδιο — Βλαστός με τη μορφή φύλλου, δηλαδή πράσινος, διαπλατυσμένος και συχνά ωοειδής ή επιμήκης. Τα κ. φέρονται από φυτά που δεν έχουν πραγματικά φύλλα και επιτελούν τη λειτουργία της φωτοσύνθεσης λόγω της χλωροφύλλης που περιέχουν. Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • βλαστοί — βλαστός shoot masc nom/voc pl βλαστόω pres subj mp 2nd sg βλαστόω pres ind mp 2nd sg βλαστόω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαστούς — βλαστός shoot masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαστέ — βλαστός shoot masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • ιερόβλαστος — ἱερόβλαστος, ον (Μ) (για τη ράβδο τού Ααρών) αυτή που βλάστησε από ιερή ρίζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + βλαστός (< βλαστός), πρβλ. αρτί βλαστος, οψί βλαστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”