βλαπτήριος

βλαπτήριος

βλαπτήριος, = folgdm, Opp. H. 2, 456.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βλαπτήριος — βλαπτήριος, ον (Α) [βλάπτω] ο βλαβερός …   Dictionary of Greek

  • βλαπτήριος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”