- βλαπτικός
βλαπτικός, schädlich, Arr. Epict. 3, 23, 4 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλαπτικός, schädlich, Arr. Epict. 3, 23, 4 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλαπτικός — hurtful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαπτικός — ή, ό (AM βλαπτικός, ή, όν) [βλάπτω] βλαβερός … Dictionary of Greek
βλαπτικός — ή, ό ο βλαβερός: Οι έτοιμες τροφές περιέχουν πολλές βλαπτικές ουσίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλαπτικά — βλαπτικός hurtful neut nom/voc/acc pl βλαπτικά̱ , βλαπτικός hurtful fem nom/voc/acc dual βλαπτικά̱ , βλαπτικός hurtful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαπτικῶν — βλαπτικός hurtful fem gen pl βλαπτικός hurtful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαπτικόν — βλαπτικός hurtful masc acc sg βλαπτικός hurtful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαπτικώτατα — βλαπτικός hurtful adverbial superl βλαπτικός hurtful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαπτικώτατον — βλαπτικός hurtful masc acc superl sg βλαπτικός hurtful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαπτικαῖς — βλαπτικός hurtful fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαπτικαί — βλαπτικός hurtful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαπτικοῖς — βλαπτικός hurtful masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)