- πρισμός
πρισμός, ὁ, = πρίσις, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρισμός, ὁ, = πρίσις, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρισμός — ὁ, Α 1. το πριόνισμα 2. στον πληθ. oἱ πρισμοί (κατά τον Ησύχ.) βίαιες αρπαγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το σ βλ. λ. πρίω) + κατάλ. μός] … Dictionary of Greek
πρισμοῖς — πρισμός gripping tightly masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρισμοί — πρισμός gripping tightly masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)