- πρεσβυ-γένεθλος
πρεσβυ-γένεθλος, = πρεσβυγενής, Orph. H. 3, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρεσβυ-γένεθλος, = πρεσβυγενής, Orph. H. 3, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλιγένεθλος — καλλιγένεθλος, ον (Α) 1. ο καλοσχηματισμένος, ο καλοφτειαγμένος 2. αυτός που έχει αποκτήσει ωραία παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γένεθλος (< γένεθλον «απόγονος»), πρβλ. αριστο γένεθλος, πρεσβυ γένεθλος] … Dictionary of Greek
ωκυγένεθλος — ον, Μ αυτός που γεννήθηκε γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + γένεθλος (< γένεθλον, πρβλ. πρεσβυ γένεθλος] … Dictionary of Greek