- βλωμός
βλωμός, ὁ (βάλλω?), = ψωμός, ὁ, ein Bissen, bes. von Brot, VLL.; Call. frg. 240. Vgl. ὀκτάβλωμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλωμός, ὁ (βάλλω?), = ψωμός, ὁ, ein Bissen, bes. von Brot, VLL.; Call. frg. 240. Vgl. ὀκτάβλωμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλωμός — morsel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλωμός — ο (Α βλωμός) νεοελλ. τροφή που έχει μασηθεί και αναμιχθεί στο στόμα με σάλιο αρχ. μικρό κομμάτι ψωμιού, μπουκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατά το ψωμός, που έχει την ίδια σημασία, ενώ η υποτεθείσα σύνδεση με τη γλώσσα του… … Dictionary of Greek
βλωμοῖς — βλωμός morsel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλωμοί — βλωμός morsel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλωμοῦ — βλωμός morsel masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένθεση — η (AM ἔνθεσις) [εντίθημι] η πράξη και το αποτέλεσμα τού ενθέτω*, παρεμβολή, επένθεση, εισαγωγή νεοελλ. 1. εντοίχιση, ενδόμηση 2. ναυτ. «ένθεση λέμβων» η απόθεση μέσα στο πλοίο τών λέμβων που είναι κρεμασμένες έξω αρχ. 1. το κομμάτι ψωμιού που… … Dictionary of Greek
κατάποση — η (Α κατάποσις) [καταπίνω] το να καταπίνει κάποιος, το κατάπιομα νεοελλ. φυσιολ. η λειτουργία με την οποία ο βλωμός κατέρχεται από την κοιλότητα τού στόματος διά μέσου τού οισοφάγου στο στομάχι αρχ. το όργανο με το οποίο γίνεται η κατάποση, ο… … Dictionary of Greek
οκτάβλωμος — ὀκτάβλωμος, ον (Α) (για άρτο) αυτός που αποτελείται από οκτώ βλωμούς, από οκτώ μπουκιές («ἄρτον δειπνήσας, τετράτρυφον, ὀκτάβλωμον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + βλωμός «μπουκιά»] … Dictionary of Greek
τρίβλωμος — ον, Μ αυτός που αποτελείται από τρεις βλωμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + βλωμός «μικρό κομμάτι ψωμιού, μπουκιά»] … Dictionary of Greek
gel-2 and gʷel- — gel 2 and gʷel English meaning: to devour Deutsche Übersetzung: “verschlingen” Note: the form with gʷ presumably after Osthoff IF. 4, 287, Zupitza Gutt. 86 through hybridization from gel with gʷer . Material: A. certainly gel… … Proto-Indo-European etymological dictionary