- βου-κράνιον
βου-κράνιον, τό, 1) der Ochsenkopf, E. M. – 2) eine Pflanze, Diosc. – 3) ein chirurgisches Instrument, Oribas.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βου-κράνιον, τό, 1) der Ochsenkopf, E. M. – 2) eine Pflanze, Diosc. – 3) ein chirurgisches Instrument, Oribas.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιονόκρανο — Τμήμα του κίονα (κολόνας) το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα στον κορμό και στο επιστήλιο. Βλ. λ. κίονας. Δείγμα ρομανικού κιονόκρανου (Αίθριο του αβαείου του Μουασάκ, Γαλλία). Κιονόκρανο της υστεροβυζαντινής περιόδου (Κρύπτη του Αγίου Ιωάννη,… … Dictionary of Greek
λέκρανα — λέκρανα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) αγκώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλέκρανα (με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος) < * ὠλενό κρανα, με συλλαβική ανομοίωση < ὠλένη + κρανον (< * κρανον, πρβλ. κρανίον), πρβλ. βού κρανον] … Dictionary of Greek
λεοντόκρανον — λεοντόκρανον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «Ἀμαζονικὸν ὅπλον». [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + κρανον (< *κρανον, βλ. κρανίον), πρβλ. βού κρανον, κιονό κρανον] … Dictionary of Greek