βου-νόμος

βου-νόμος

βου-νόμος, 1) Rinder weidend, nährend, ἀκτή Soph. El. 180; ἀγέλαι βο υνόμοι, Heerden weidender Rinder, O. R. 26. – 2) βούνομος, von Rindern abgeweidet, Ar. Ran. 1379; vgl. Anth. IX, 103.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύνομος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αρχιτέλη, υπηρετούσε στο τραπέζι του Οινέα, όταν εκεί ήταν φιλοξενούμενος ο Ηρακλής. Επειδή έχυσε από απροσεξία του το νερό στα χέρια του ήρωα, ο Ηρακλής τον σκότωσε με ένα ράπισμα. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ιππονόμος — ἱππονόμος, ον (Α) αυτός που βόσκει ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. βου νόμος, μηλο νόμος] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσονόμος — θαλασσονόμος, ον (Α) αυτός που ζει μέσα στη θάλασσα («κόγχαι θαλασσονόμοι» κοχύλια). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + νομος (< νέμω), πρβλ. αγρο νόμος, βου νόμος] …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • ιππόθορος — ἱππόθορος, ον (Α) φρ. «ἱππόθορος νόμος» μουσικό κομμάτι που παιζόταν, όταν οχεύονταν οι φοράδες, ως διεγερτικό τής ορμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)* + θόρος (< θορός «σπέρμα»), πρβλ. βού θορος, έν θορος(βλ. και ιπποθόρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”