μουσάριον

μουσάριον

μουσάριον, τό, eine Augensalbe, Alex. Trall.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μουσάριον — eye salve neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσάριον — (I) μουσάριον, τὸ (Α) [μούσα (Ι)] ονομασία ενός είδους κολλυρίου. (II) μουσάριον και μουσάρον, τὸ (Μ) μωσαϊκό έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μουσεῖον «μωσαϊκό έργο» + υποκορ. κατάλ. άριον] …   Dictionary of Greek

  • μουσαρίου — μουσάριον eye salve neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσαρίῳ — μουσάριον eye salve neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσείο — Η λέξη Μουσείον στην αρχαία Ελλάδα σήμαινε τέμενος των Μουσών. Σήμερα ονομάζεται μ. ένα ίδρυμα που έχει σκοπό τη συγκέντρωση και τη διατήρηση συλλογών έργων τέχνης, διάφορων αντικειμένων και προϊόντων, συλλογών φυσικής ιστορίας ή ιστορικών… …   Dictionary of Greek

  • μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”