- μουσο-μήτωρ
μουσο-μήτωρ, ορος, Museumurter, d. i. Musenkünste hervorbringend, μνήμην ϑ' ἁπάντων μουσομήτορ' ἐργάτιν, Aesch. Prom. 459.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μουσο-μήτωρ, ορος, Museumurter, d. i. Musenkünste hervorbringend, μνήμην ϑ' ἁπάντων μουσομήτορ' ἐργάτιν, Aesch. Prom. 459.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινομήτωρ — κοινομήτωρ, ορος, ό, ἡ (Μ) αυτός που έχει την ίδια μητέρα με άλλον, ομομήτριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. μουσο μήτωρ, φιλο μήτωρ] … Dictionary of Greek
παμμήτωρ — παμμήτωρ, ορος, ἡ (Α) 1. η μητέρα όλων («τῆς παμμήτορος καὶ γενεσιουργοῡ φύσεως», Κλήμ. Αλ.) 2. αληθινή, πραγματική μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. μουσο μήτωρ] … Dictionary of Greek
στρουθομήτωρ — και στρουθιομήτωρ, ορος, ἡ, Μ η μητέρα τών πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός / στρουθίον + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. μουσο μήτωρ] … Dictionary of Greek