- βου-στάσιον
βου-στάσιον, τό, dasselbe, Geopon., Schol.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βου-στάσιον, τό, dasselbe, Geopon., Schol.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωοστάσιον — ζωοστάσιον, τὸ (Μ) τόπος όπου μένουν τα ζώα, σταθμός ζώων, στάβλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + στάσιον ( στατός < ίστημι), πρβλ. βου στάσιον, χοιρο στάσιον] … Dictionary of Greek
καρνοστάσιον — καρνοστάσιον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) μάνδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρνος + στάσιον (< ασθενές θ. στᾰ τού ἵστημι, πρβλ. στᾰ τός + κατάλ. σιον), πρβλ. βου στάσιον, εργο στάσιον] … Dictionary of Greek
λιοστάσι — το ελαιοφυτεία, ελαιώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἐλαιοστάσιον, κατά τα αρχ. βου στάσιον, ἱππο στάσιον βλ. λιο (II)] … Dictionary of Greek
-στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… … Dictionary of Greek