- βου-στασία
βου-στασία, ἡ, dasselbe, Αὐγείου Luc. Alex. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βου-στασία, ἡ, dasselbe, Αὐγείου Luc. Alex. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποστασία — ἱπποστασία, ἡ (Μ) ιπποστάσιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππόστασις*. Τα συνθ. σε στασία, αρχικά, παρήχθησαν από στάτος, στη συνέχεια όμως συνδέθηκαν με το στάσις (πρβλ. βελο στασία, βου στασία)] … Dictionary of Greek