- μητίετα
μητίετα, bei Hom. u. Hes. in der häufig wiederkehrenden Vrbdg μητίετα Ζεύς, =
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητίετα, bei Hom. u. Hes. in der häufig wiederkehrenden Vrbdg μητίετα Ζεύς, =
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητιέτα — μητιέτᾱ , μητίετα counsellor masc nom/voc/acc dual μητιέτᾱ , μητίετα counsellor masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητίετα — μητίετα, ὁ (Α) (επικ. τ.) 1. αυτός που συμβουλεύει, φρόνιμος, συνετός 2. (ως επίθ. τού Δία) πάνσοφος, επινοητικός («μητίετα Ζεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κλητική προσφώνηση κατά το νεφεληγερέτα, πιθ. υποκατάστατο ενός αμάρτυρου τ. *μητῖτα < μῆτις… … Dictionary of Greek
μητίετα — counsellor masc voc sg μητίετα counsellor masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητιέταο — μητιέτᾱο , μητίετα counsellor masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητιέτην — μητίετα counsellor masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητιέτης — μητίετα counsellor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητιέτου — μητίετα counsellor masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητίεται — μητίετα counsellor masc nom/voc pl μητί̱εται , μητίομαι devise pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητιέτης — μητιέτης, ὁ (Α) μητίετα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆτις (Ι) (βλ. λ. μητίετα)] … Dictionary of Greek
PARCAE — filiae Iovis ex Themide, an ex Nocte, Chao, Necessitate? etc. Deae fatales, humanae vitae stamina dispensantes. Dictae autem videntur Parcae a partu, teste Varrone, loc. cit. eo quod nascentibus hominibus bona malaque conferre censeantur. Sed… … Hofmann J. Lexicon universale
νεφεληγερέτα — και σπάν. νεφεληγερέτης, ὁ (Α) 1. (σχετικά με τον Δία) αυτός που συναθροίζει τις νεφέλες, τα σύννεφα («τὴν δ οὔ τι προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον αέρα) αυτός που συγκεντρώνει τα νέφη («ἀέρα νεφεληγερέτην», Εμπεδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ … Dictionary of Greek