νοτία

νοτία

νοτία, , Nässe, Feuchtigkeit; νοτίαι εἰαριναί, Frühlingsregen, Il. 8, 307; Suid. erkl. auch ἡ ϑάλασσα, fem. zu νότιος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νοτία — νοτίᾱ , νότιος moist fem nom/voc/acc dual νοτίᾱ , νότιος moist fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νοτίᾱ , νοτία damp fem nom/voc/acc dual νοτίᾱ , νοτία damp fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νοτίᾱ , νοτιάω pres imperat act 2nd sg νοτίᾱ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτίᾳ — νοτίᾱͅ , νότιος moist fem dat sg (attic doric aeolic) νοτίαι , νοτία damp fem nom/voc pl νοτίᾱͅ , νοτία damp fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 595 μ.) στην πρώην επαρχία Αλμωπίας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της επαρχίας, κοντά στα σύνορα με τη Νοτιοσλαβία. * * * η (ΑΜ νοτία, Α ιων. τ. νοτίη) καιρός γεμάτος υγρασία, υγρός καιρός νεοελλ. το… …   Dictionary of Greek

  • νοτιά — η 1. σημείο του ορίζοντα, μεσημβρία, νότος: Το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει, σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση (Παλαμάς). 2. νότιος άνεμος, νοτιάς, όστρια. 3. υγρασία: Η νοτιά με πειράζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νότια Καρολίνα — Πολιτεία των ΗΠΑ. Βλ. λ. Καρολίνα, Νότια …   Dictionary of Greek

  • Νότια — Νότιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νότια — νότιος moist neut nom/voc/acc pl νότιος moist neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νότια Αφρική — Βλ. λ. Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • Νότια Γεωργία — (South Georgia). Νησί (4.144 τ. χλμ., 4.000 κάτ.) του νότιου Ατλαντικού που βρίσκεται μεταξύ 54° και 55° νότιου γεωγραφικού πλάτους περίπου 2.000 χλμ. στα Α της Γης του Πυρός· διοικητικά εξαρτάται από τη βρετανική αποικία των νήσων Φάλκλαντ, αλλά …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Νότια Ουαλία — (New South Wales). Ομόσπονδη Πολιτεία (801.600 τ. χλμ., 5.761.900 κάτ.) της Αυστραλίας. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά της Αυστραλίας και βρέχεται στα Α από τον Ειρηνικό ωκεανό και ορίζεται από την Κουίνσλαντ στα Β, τη Βικτόρια στα Ν και τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”