- βοτρυό-δωρος
βοτρυό-δωρος, traubenschenkend, εἰρήνη Ar. Pax 512.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοτρυό-δωρος, traubenschenkend, εἰρήνη Ar. Pax 512.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μισθόδωρος — μισθόδωρος, ον (Α) (ποιητ.) (για το έθιμο που επικρατούσε στην αρχαία Αθήνα να στέλνουν μισθούς και δώρα στους σοφιστές κατά την εορτή τών Χοών) αυτός που παρέχει μισθούς και δώρα («Χοῶν τῶν μισθοδώρων», Ευβουλίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + δωρος… … Dictionary of Greek