- βοτρυό-κοσμος
βοτρυό-κοσμος, mit Trauben geschmückt, Orph. H. 51. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοτρυό-κοσμος, mit Trauben geschmückt, Orph. H. 51. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεφανόκοσμος — ον, Μ διακοσμημένος με στεφάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + κόσμος (< κόσμος), πρβλ. βοτρυό κοσμος] … Dictionary of Greek
σιληνόκοσμος — ὁ, Α τίτλος αξιωματούχου στον διονυσιακό θίασο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σιληνός + κόσμος (πρβλ. βοτρυό κοσμος)] … Dictionary of Greek