- νοσο-κόμος
νοσο-κόμος, ὁ, der Krankenpfleger, Poll. 3, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοσο-κόμος, ὁ, der Krankenpfleger, Poll. 3, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek
θηριοκόμος — θηριοκόμος, ὁ (Α) αυτός που τρέφει και περιποιείται άγρια ζώα κλεισμένα σε κλουβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο κόμος, νοσο κόμος] … Dictionary of Greek
ιπποκόμος — ο (Α ἱπποκόμος) αυτός που περιποιείται ίππους, που φροντίζει για την καλή διατροφή και συντήρηση ίππων («βοηλάτην ἤ ἱπποκόμον», Πλάτ.) νεοελλ. στρατιώτης που ήταν επιφορτισμένος να εκτελεί τις υπηρεσιακές διαταγές ενός αξιωματικού, να τόν… … Dictionary of Greek
νεοσσοκόμος — και αττ. τ. νεοττοκόμος, ὁ (Α) 1. αυτός που εκτρέφει νεοσσούς 2. (για τόπο) εκεί όπου εκτρέφονται νεοσσοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεοσσός + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο κόμος] … Dictionary of Greek
τιθηνοκόμος — ὁ, Α τιθηνός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός» + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο κόμος] … Dictionary of Greek
τριχοκόμος — Α (κατά τον Ησύχ.) «τῶν τριχῶν ἐπιμελούμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο κόμος] … Dictionary of Greek
τυροκόμος — ο, η, Ν ειδικός που ασχολείται με την τυροκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός / τυρί + κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο κόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
υδροκόμος — ὁ, Α πιθ. κάδος φρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο κόμος] … Dictionary of Greek
λωβοκομείο — το λεπροκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωβός «λεπρός» + κομεῖο (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο κομείο, νοσο κομείο. Η λ., στον λόγιο τ. λωβοκομεῖον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πτωχοκομείο — το, Ν φιλανθρωπικό ίδρυμα που δέχεται για περίθαλψη φτωχούς, ανίκανους προς εργασία και γέροντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + κομείο (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο κομείο. Η λ., στον λόγιο τ. πτωχοκομεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στους… … Dictionary of Greek
συφιλιδοκομείο — το, Ν νοσοκομείο στο οποίο νοσηλεύονται αυτοί που πάσχουν από σύφιλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύφιλις, ίλιδος + κομείο ( κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο κομείο, φρενο κομείο] … Dictionary of Greek