νοσο-εργός

νοσο-εργός

νοσο-εργός, Krankheit verursachend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυριοεργός — κυριοεργός, ὁ (Μ) εργάτης τού Κυρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο εργός, νοσο εργός] …   Dictionary of Greek

  • φθοροεργός — όν, Μ φθοροποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθορά + εργός (< ἔργον), πρβλ. νοσο εργός] …   Dictionary of Greek

  • νοσοεργός — νοσοεργός, όν (Α) αυτός που προξενεί νόσο, νοσηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργός, ξυλο εργός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”