βοσκάδιος, geweidet, χήν Nic. Al. 228.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοσκάδιος — βοσκάδιος, α, ον (Α) [βοσκάς] καλοθρεμμένος, παχύς … Dictionary of Greek
βοσκαδίης — βοσκάδιος foddered fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)