νησιάζω

νησιάζω

νησιάζω, = νησίζω, Strab. 1, 3, 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νησιάζω — (Α) [νήσος] 1. νησίζω* 2. φρ. «ἄκρα νησιάζουσα» χερσόνησος …   Dictionary of Greek

  • νησιάζοντα — νησιάζω peninsular pres part act neut nom/voc/acc pl νησιάζω peninsular pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιαζούσης — νησιάζω peninsular pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιάζειν — νησιάζω peninsular pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιάζεται — νησιάζω peninsular pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιάζουσαν — νησιάζω peninsular pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιῶνται — νησιάζω peninsular fut ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήσος — η (ΑΜ νῆσος, Α δωρ. τ. νᾱσος και ροδ. τ. νᾱσσος) έκταση ξηράς, μικρότερη από ήπειρο, η οποία περιβάλλεται από ύδατα, νησί νεοελλ. φρ. «νήσος τού Ράιλ» ανατ. τμήμα τού φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων που βρίσκεται κάτω από την καλύπτρα, την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”