- μοσχηδόν
μοσχηδόν, nach Kälberart, ἀρτιγενής, μαστοῦ δὲ ποτὸν μοσχηδὸν ἀμέλγοι, Nic. Al. 357.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοσχηδόν, nach Kälberart, ἀρτιγενής, μαστοῦ δὲ ποτὸν μοσχηδὸν ἀμέλγοι, Nic. Al. 357.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοσχηδόν — (Α) επίρρ. σαν μοσχάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. κυν ηδόν, λεοντ ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… … Dictionary of Greek