- μοσχο-κάρυον
μοσχο-κάρυον, τό, Muskatnuß, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοσχο-κάρυον, τό, Muskatnuß, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισχαδοκάρυον — ἰσχαδοκάρυον, τὸ (Α) επιδόρπιο από μίγμα ξηρών σύκων με καρύδι ή αμύγδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς άδος + κάρυον < κάρυον «καρύδι»), πρβλ. λεπτο κάρυον, μοσχο κάρυον] … Dictionary of Greek