- βοστρύχιον
βοστρύχιον, τό. dim. von βόστρυχος, Antiphil. ep. (XI, 66); übertr., kleine Arme des Polypen, Arist. H. A. 5, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοστρύχιον, τό. dim. von βόστρυχος, Antiphil. ep. (XI, 66); übertr., kleine Arme des Polypen, Arist. H. A. 5, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοστρύχιον — βοστρύχιον, το (AM) μικρός βόστρυχος αρχ. 1. πλόκαμος, έλικα του κλήματος 2. πλοκάμι χταποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βόστρυχος. Η σημ. «έλικα του κλήματος» κατ επίδραση του βότρυς*] … Dictionary of Greek
βοστρύχιον — vine tendril neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοστρυχίοις — βοστρύχιον vine tendril neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοστρύχια — βοστρύχιον vine tendril neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόστρυχος — ο (AM βόστρυχος, Α, πληθ., βόστρυχοι, οι και βόστρυχα, τα) 1. μπούκλα, τούφα μαλλιών 2. πλεξίδα μαλλιών αρχ. 1. η έλικα του κλήματος 2. ονομασία εντόμου 3. φρ. «βόστρυχος πυρός» η αστραπή. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με αρχ. νορβ. kvaster … Dictionary of Greek
βότρυχος — βότρυχος, ο (Α) 1. το ξυλώδες μέρος του σταφυλιού, το τσάμπουρο 2. ο βόστρυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βότρυχος προήλθε από συμφυρμό των λέξεων βότρυς και βόστρυχος (πρβλ. και βοστρύχιον)] … Dictionary of Greek