- βοστρύχωμα
βοστρύχωμα, τό, das Gelockte, Geringelte, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοστρύχωμα, τό, das Gelockte, Geringelte, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοστρύχωμα — βοστρύχωμα, το (Μ) [βοστρυχούμαι] μαλλιά με μπούκλες … Dictionary of Greek
στρογγύλωμα — το, ΝΑ [στρογγυλῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρογγυλώνω, το στρογγύλευμα αρχ. (για τα μαλλιά) βοστρύχωμα, κατσάρωμα … Dictionary of Greek