παρ-κύπτω, ep. statt παρακύπτω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρεγκύπτω — Μ αρχίζω να φαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐν + κύπτω] … Dictionary of Greek