- παρ-ιχνεύω
παρ-ιχνεύω, daneben spüren, nachahmen, nacheifern.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ιχνεύω, daneben spüren, nachahmen, nacheifern.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιχνεύω — (Α ἰχνεύω) αναζητώ τα ίχνη, ψάχνω για τα ίχνη κάποιου, ανιχνεύω, ιχνηλατώ αρχ. 1. (γενικά) ζητώ να βρω κάτι, αναζητώ 2. βαδίζω στα ίχνη κάποιου, μιμούμαι, αναπτύσσω άμιλλα προς κάποιον («ἰχνεύων ματραδελφεούς», Πίνδ.) 3. φρ. «ἰχνεύω τὰ ὄρη»… … Dictionary of Greek
ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… … Dictionary of Greek
ανιχνεύω — (Α ἀνιχνεύω) 1. ερευνώ, ψάχνω κάτι παρακολουθώντας τα ίχνη του, ιχνηλατώ 2. αναζητώ, ψάχνω με προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ιχνεύω. ΠΑΡ. ανίχνευση νεοελλ. ανιχνευτής] … Dictionary of Greek