- μορμό-φοβος
μορμό-φοβος, bei Phot. die Erkl. von μορμώ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μορμό-φοβος, bei Phot. die Erkl. von μορμώ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
mormo(ro)- — mormo(ro) English meaning: fear, terror Deutsche Übersetzung: “Grausen, grausig, especially von Gespensterfurcht”? Material: Gk. μορμώ, μορμών f. “bugbear, spectre, bogeyman”, μόρμορος “fear”, μορμο λυκεῖον ‘schreckbild”, μορμο… … Proto-Indo-European etymological dictionary
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek