- μορμωτός
μορμωτός, gefürchtet, schrecklich, Lycophr. 349.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μορμωτός, gefürchtet, schrecklich, Lycophr. 349.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μορμωτός — μορμωτός, ή, όν (Α) φοβερός, τρομερός, τερατώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορμώ (πρβλ. ανθρωπωνύμιο Μόρμωττος)] … Dictionary of Greek
μορμωτόν — μορμωτός frightful masc acc sg μορμωτός frightful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυγχοπίθηκος — (nasalis). Γένος στενόρρινων πιθήκων στο οποίο ανήκα μόνο το είδος ρ. o μορμωτός. Το χρώμα του πιθήκου αυτού είναι καστανοκόκκινο ή κιτρινοκόκκινο. Έχει μήκος 70 εκ. και η μύτη του έχει σχήμα προβοσκίδας. Ζει ομαδικά μέσα στα δάση του Βόρνεο,… … Dictionary of Greek