- ξηρασία
ξηρασία, ἡ, Trockenheit, Dürre; Antiphan. bei Ath. I, 22 f; Arist. meteor. 4, 7; Theophr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξηρασία, ἡ, Trockenheit, Dürre; Antiphan. bei Ath. I, 22 f; Arist. meteor. 4, 7; Theophr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξηρασία — ξηρασίᾱ , ξηρασία desiccation fem nom/voc/acc dual ξηρασίᾱ , ξηρασία desiccation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρασίᾳ — ξηρασίᾱͅ , ξηρασία desiccation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρασία — και ξερασία, η (ΑΜ ξηρασία, Α ιων. τ. ξηρασίη) νεοελλ. μσν. ανομβρία νεοελλ. 1. (μετεωρ.) έλλειψη επαρκών βροχοπτώσεων για παρατεταμένη χρονική περίοδο η οποία προκαλεί σοβαρή διαταραχή στον υδρολογικό κύκλο και στο ισοζύγιο τών υδάτων, με… … Dictionary of Greek
ξηρασία — η βλ. ξερασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξηρασίας — ξηρασίᾱς , ξηρασία desiccation fem acc pl ξηρασίᾱς , ξηρασία desiccation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρασίαι — ξηρασίᾱͅ , ξηρασία desiccation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρασίαν — ξηρασίᾱν , ξηρασία desiccation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρασίη — ξηρασία desiccation fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρασίην — ξηρασία desiccation fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρασίης — ξηρασία desiccation fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρασίῃ — ξηρασία desiccation fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)