- ξηρασμός
ξηρασμός, ὁ, = ξήρανσις, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξηρασμός, ὁ, = ξήρανσις, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξηρασμός — (Α) αποξήρανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξηρασ τού ξηραίνω (πρβλ. ξηρασ ία) + κατάλ. μός (πρβλ. αυασ μός)] … Dictionary of Greek