- παρ-ευνάομαι
παρ-ευνάομαι, = παρευνάζομαι, Λαοϑόῃ παρευνηϑείς, Orph. Arg. 133, VLL. erkl. παρακοιμηϑείς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ευνάομαι, = παρευνάζομαι, Λαοϑόῃ παρευνηϑείς, Orph. Arg. 133, VLL. erkl. παρακοιμηϑείς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.