- παρ-ευνάζομαι
παρ-ευνάζομαι, daneben im Bette liegen; δμωῇσιν, bei den Mägden schlafen, Od. 22, 37; κύνας παρευνασϑέντας τοῖς ϑηρίοις, Poll. 5, 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ευνάζομαι, daneben im Bette liegen; δμωῇσιν, bei den Mägden schlafen, Od. 22, 37; κύνας παρευνασϑέντας τοῖς ϑηρίοις, Poll. 5, 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρευνάζομαι — Α 1. κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον 2. ενεργ. παρευνάζω βάζω κάποιον να κοιμηθεί δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εὐνάζομαι «κοιμάμαι, ξαπλώνω»] … Dictionary of Greek