δαΐκτωρ, ὁ, = δαϊκτήρ, Aesch. Suppl. 779.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαΐκτωρ — ( ορος), ο (Α) [δαΐζω (Ι)] ο δαϊκτήρ … Dictionary of Greek
δαίκτορος — δαΐκτορος , δαΐκτωρ masc gen sg δαίκτωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)