δίνημα, τό, = δίνευμα, Man. 4, 553.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δίνημα — δίνημα, το (Α) [δινώ] το δίνευμα … Dictionary of Greek
δινήματι — δίνημα rotation neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)