δί-μοιρος

δί-μοιρος

δί-μοιρος, doppelt getheilt, doppelt; Aesch. Spt. 832; vgl. Suppl. 1056; – τὸ δίμοιρον, eine halbe Drachme, = 5 Obolen, Plat. Ax. 366 c; ein halbes Pfund, Plut. C. Graech. 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καρμίρης — ο 1. φιλάργυρος, τσιγκούνης, μίζερος 2. δύστροπος στις πληρωμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καρί μοιρος < καρί, δοτ. τού Καρ με μτφ. σημ. «τιποτένιος» + μοιρος < μοίρα (πρβλ. δύσ μοιρος, κακό μοιρος)] …   Dictionary of Greek

  • επίμοιρος — ἐπίμοιρος, ον (Α) κοινωνός, μέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *μοιρος (< μοίρα < μείρομαι «διαιρώ, συμμετέχω»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. δί μοιρος, μεμψί μοιρος)] …   Dictionary of Greek

  • εσχατόμοιρος — ἐσχατόμοιρος, ον (Α) αυτός που έχει την έσχατη μοίρα, το έσχατο μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + μοιρος < μοίρα (πρβλ. ά μοιρος, μεμψί μοιρος)] …   Dictionary of Greek

  • θεόμοιρος — θεόμοιρος, ον (Α) αυτός που μετέχει στη θεία φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μοιρος (< μοίρα), πρβλ. ά μοιρος, ολβιό μοιρος] …   Dictionary of Greek

  • ισόμοιρος — η ο (Α ἰσόμοιρος, ον) αυτός που έχει ίσο μερίδιο σε κάτι ή αυτός που συμμετέχει σε κάτι εξίσου με άλλους αρχ. 1. ισοδύναμος 2. αστρολ. αυτός που κατέχει ίση θέση, που ασκεί την ίδια επίδραση σε αντιστοιχία με άλλον 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμοιρον …   Dictionary of Greek

  • κακόμοιρος — η, ο (AM κακόμοιρος, ον) αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, ταλαίπωρος, κακότυχος. επίρρ... κακόμοιρα άθλια, δυστυχισμένα, με κακόμοιρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. μονό μοιρος, ολβιό μοιρος] …   Dictionary of Greek

  • καλόμοιρος — η, ο (Μ καλόμοιρος, ον) καλότυχος, ευτυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακό μοιρος, μονό μοιρος] …   Dictionary of Greek

  • ολβιόμοιρος — ὀλβιόμοιρος, ον (Α) αυτός που έχει ευτυχισμένη μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακό μοιρος] …   Dictionary of Greek

  • πλανησίμοιρος — ον, Α αυτός που μοιραία προξενεί περιπλάνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος< πλάνησις + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. μεμψί μοιρος] …   Dictionary of Greek

  • ταχύμοιρος — ον, Α ταχύμορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. ὀλβιό μοιρος] …   Dictionary of Greek

  • τετράμοιρος — ον, Α αυτός που ανήκει στην τέταρτη μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. δωδεκά μοιρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”