- δί-κηλος
δί-κηλος, ὁ, der einen doppelten Bruch hat, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δί-κηλος, ὁ, der einen doppelten Bruch hat, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύκηλος — (I) εὔκηλος, ον, θηλ. και εὐκήλη, δωρ. τ. εὔκαλος, ον (Α) 1. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, ατάραχος, ήσυχος («εὔκηλοι πολέμιζον», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγματα) ήσυχος, ήρεμος («αὔραις εὐκήλοισιν», Οππ.). επίρρ... εὐκήλως (Α) ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
Celosia — spicata Scientific classification Kingdom: Plantae … Wikipedia