- δί-γονος
δί-γονος, zweimal geboren; Bacchus Anth. IX, 524; übh. = doppelt, beide, δίγονα σώματα Eur. El. 1179; – δι-γόνος, zweimal, doppelt erzeugend, gebärend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δί-γονος, zweimal geboren; Bacchus Anth. IX, 524; übh. = doppelt, beide, δίγονα σώματα Eur. El. 1179; – δι-γόνος, zweimal, doppelt erzeugend, gebärend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γόνος — that which is begotten masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνος — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… … Dictionary of Greek
γόνος — ο 1. το παιδί, το τέκνο, ο απόγονος: Είναι γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. 2. τα αβγά των ψαριών και τα νεαρά ψαράκια. 3. η γύρη των λουλουδιών. 4. το σπέρμα, ο σπόρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γονός — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… … Dictionary of Greek
γόνω — γόνος that which is begotten masc/fem nom/voc/acc dual γόνος that which is begotten masc/fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνε — γόνος that which is begotten masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνοι — γόνος that which is begotten masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνοιο — γόνος that which is begotten masc/fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνοις — γόνος that which is begotten masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνον — γόνος that which is begotten masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνου — γόνος that which is begotten masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)