δί-γλωσσος

δί-γλωσσος

δί-γλωσσος, att. -ττος, 1) zweizüngig; στόμα τέττιγος Bian. 3 (IX, 273); zweier Sprachen kundig, Thuc. 8, 85; Plut. Alex. 37; ὁ δ., der Dolmetscher, Plut. Them. 6. – 2) zweizüngig, hinterlistig, Orac. Sib., LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γλωσσός — talking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσαῖς — γλωσσός talking fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσᾷ — γλωσσός talking fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσῶ — γλωσσός talking masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετερόγλωσσος — η, ο (Α ἑτερόγλωσσος, ον και αττ. τύπος ἑτερόγλωττος, ον) αυτός που μιλά άλλη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος, ο αλλόγλωσσος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διαφορετικές γλώσσες. επίρρ... ἑτερογλώσσως σε ξένη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * +… …   Dictionary of Greek

  • εύγλωσσος — εὔγλωσσος, ον (ΑΜ) βλ. εύγλωττος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αμφί γλωσσος, ηδύ γλωσσος)] …   Dictionary of Greek

  • ηδύγλωσσος — η, ο (Α ἡδύγλωσσος, δωρ. τ. ἁδύγλωσσος, ον) αυτός που μιλάει με γλυκό τρόπο, γλυκομίλητος, ευπροσήγορος («ἡδύγλωσος βοά», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δί γλωσσος, πολύ γλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • θεόγλωσσος — θεόγλωσσος, ον (Α) (για ποιητή) αυτός που έχει θεϊκή γλώσσα, που τα ποιήματά του έχουν θεία έμπνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γλωσσος (γλώσσα), πρβλ. ά γλωσσος, πολύ γλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • θηλύγλωσσος — θηλύγλωσσος, ον (Α) αυτός που έχει γυναικεία γλώσσα, αυτός που μιλάει σαν γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύ γλωσσος, πολύ γλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • θρασύγλωσσος — και θρασύγλωττος, ον (ΑΜ) ο θρασυγλωσσής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + γλωσσος < γλώσσα (πρβλ. βραδύ γλωσσος, πολύ γλωσσος)] …   Dictionary of Greek

  • ιδιόγλωσσος — ἰδιόγλωσσος, ον (Α) αυτός που μιλά δική του, ξεχωριστή γλώσσα («πόλιν ἰδιόγλωσσον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δί γλωσσος, πολύ γλωσσος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”