- δί-κορος
δί-κορος, mit zwei verschiedenen Pupillen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δί-κορος, mit zwei verschiedenen Pupillen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόρος — 1 satiety masc nom sg κόρος 2 boy masc nom sg κόρος 3 besom masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρος — (I) ο (ΑM κόρος) 1. πλησμονή, υπερπλήρωση («κόρον ἔχουσ ἐμῶν κακῶν», Ευρ.) 2. κορεσμός, χορτασμός («πάντων μὲν κόρος ἐστὶ καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. το αίσθημα που ακολουθεί την πλήρη ικανοποίηση τών ενστίκτων 2. φρ. «κατά… … Dictionary of Greek
κορός — (I) κορός και κόρος (Α) επίθ. καθαρός, αγνός. (II) κορός (Α) επίθ. μαύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι Αρχαίοι τό συνέδεαν με το κόραξ] … Dictionary of Greek
κόρος — ο 1. χορτασμός: Έφαγα και ήπια κατά κόρο. 2. γέμιση. 3. το συναίσθημα αηδίας που ακολουθεί την πλήρη ικανοποίηση των ενστίκτων. 4. μονάδα χωρητικότητας πλοίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορεσμός ή κόρος — Η συνθήκη κατά την οποία, ύστερα από επαρκή αύξηση ενός αιτίου, η περαιτέρω αύξησή του δεν έχει καμία επίδραση στο προκύπτον αποτέλεσμα. Κ. εκδηλώνουν πολλά φυσικά φαινόμενα. (Φυσ.) Συνθήκη των ηλεκτρικών κυκλωμάτων κατά την οποία, όταν στην… … Dictionary of Greek
κόρω — κόρος 1 satiety masc nom/voc/acc dual κόρος 1 satiety masc gen sg (doric aeolic) κόρος 2 boy masc nom/voc/acc dual κόρος 2 boy masc gen sg (doric aeolic) κόρος 3 besom masc nom/voc/acc dual κόρος 3 besom masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρε — κόρος 1 satiety masc voc sg κόρος 2 boy masc voc sg κόρος 3 besom masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόροι — κόρος 1 satiety masc nom/voc pl κόρος 2 boy masc nom/voc pl κόρος 3 besom masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόροιο — κόρος 1 satiety masc gen sg (epic) κόρος 2 boy masc gen sg (epic) κόρος 3 besom masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόροις — κόρος 1 satiety masc dat pl κόρος 2 boy masc dat pl κόρος 3 besom masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρον — κόρος 1 satiety masc acc sg κόρος 2 boy masc acc sg κόρος 3 besom masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)