- δί-κερκος
δί-κερκος, mit zwei Schwänzen, Ael. N. A. 12, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δί-κερκος, mit zwei Schwänzen, Ael. N. A. 12, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέρκος — tail fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… … Dictionary of Greek
κέρκω — κέρκος tail fem nom/voc/acc dual κέρκος tail fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκοι — κέρκος tail fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκοις — κέρκος tail fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκον — κέρκος tail fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκου — κέρκος tail fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκους — κέρκος tail fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκων — κέρκος tail fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκῳ — κέρκος tail fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρόκερκος — καρόκερκος, ὁ (Α) ονομασία αστερισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα «κεφάλι» + κερκος (< κέρκος «ουρά»), πρβλ. ξυλό κερκος, πλατύ κερκος] … Dictionary of Greek