- μαίευσις
μαίευσις, ἡ, das Entbinden, welches die Hebamme besorgt, Plat. Theaet. 150 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαίευσις, ἡ, das Entbinden, welches die Hebamme besorgt, Plat. Theaet. 150 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαίευσις — delivery of a woman in child birth fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαίευση — η (Α μαίευσις) [μαιεύω] το έργο τής μαίας ή τού μαιευτήρα, το ξεγέννημα … Dictionary of Greek
μαιεύσεως — μαιεύσεω̆ς , μαίευσις delivery of a woman in child birth fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιεύσῃ — μαιεύσηι , μαίευσις delivery of a woman in child birth fem dat sg (epic) μαιεύομαι serve as a midwife aor subj mp 2nd sg μαιεύομαι serve as a midwife fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)