δί-κυρτος

δί-κυρτος

δί-κυρτος, zweibuckelig; κάμηλος Geop.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυρτός — bulging masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύρτος — weels masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… …   Dictionary of Greek

  • κύρτος — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… …   Dictionary of Greek

  • κυρτός — ή, ό επίρρ. ά 1. για γραμμές, καμπύλος. 2. για σώματα, φουσκωτός, αυτός που καταλήγει εξωτερικά σε προεξέχουσα καμπύλη επιφάνεια. 3. λοξός, πλάγιος. 4. λυγισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Εὔδοντι κύρτος αἱρεῖ. — См. Счастье и сонного найдет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κυρτά — κυρτός bulging neut nom/voc/acc pl κυρτά̱ , κυρτός bulging fem nom/voc/acc dual κυρτά̱ , κυρτός bulging fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτότερον — κυρτός bulging adverbial comp κυρτός bulging masc acc comp sg κυρτός bulging neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτόν — κυρτός bulging masc acc sg κυρτός bulging neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτότατον — κυρτός bulging masc acc superl sg κυρτός bulging neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρταῖς — κυρτός bulging fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”