- δί-κρᾱνος
δί-κρᾱνος, zweiköpfig; τὸ δίκρανον, Zweizink, Gabel; δικράνοις ἐξωϑεῖν τῆς οἰκίας, furca expellere, Luc. Tim. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δί-κρᾱνος, zweiköpfig; τὸ δίκρανον, Zweizink, Gabel; δικράνοις ἐξωϑεῖν τῆς οἰκίας, furca expellere, Luc. Tim. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κράνος — helmet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνος — Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μεταλλικό· περικεφαλαία, κάσκα. Στην ομηρική εποχή κατασκεύαζαν το κ. από δέρμα ζώου (ταύρου, λύκου, σκύλου κλπ.) και το επένδυαν με χάλκινες πλάκες. Στην αρχαία Ελλάδα κατασκευαζόταν σε διάφορες… … Dictionary of Greek
κράνος — το ους 1. περικεφαλαία: Οι στρατιώτες στον πόλεμο φορούν τα κράνη τους. 2. κάσκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κράνει — κράνος helmet neut nom/voc/acc dual (attic epic) κράνεϊ , κράνος helmet neut dat sg (epic ionic) κράνος helmet neut dat sg κρά̱νει , κραίνω ṇ y aor subj act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνη — κράνος helmet neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κράνος helmet neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κρά̱νη , κρήνη well fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανίων — κράνος helmet neut gen pl (doric) κραίνω ṇ y fut part act masc nom sg (doric) κρᾱνίων , κρανίον upper part of the head neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανῶν — κράνος helmet neut gen pl (attic epic doric) κραίνω ṇ y fut part act masc nom sg (attic epic doric) κρᾱνῶν , κρήνη well fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνεα — κράνος helmet neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνεος — κράνος helmet neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνεσι — κράνος helmet neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνεσιν — κράνος helmet neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)