- δί-κραιρος
δί-κραιρος, zweispaltig; ὁλκαίη Ap. Rh. 4, 1613; zweihörnig, Pan, Agath. 29 (VI, 32).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δί-κραιρος, zweispaltig; ὁλκαίη Ap. Rh. 4, 1613; zweihörnig, Pan, Agath. 29 (VI, 32).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραίρος — κραῑρος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κραίρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κραίρα με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
ισόκραιρος — ἰσόκραιρος, ον (Α) αυτός που έχει ίσα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κραιρος (< κραῑρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ορθό κραιρος, τανύ κραιρος] … Dictionary of Greek
ορθόκραιρος — ὀρθόκραιρος, αίρα, ον, θηλ. και ος (Α) 1. (για ζώο) αυτός που έχει όρθια κέρατα («κρέα... βοῶν ὀρθοκραιράων», Ομ. Ιλ.) 2. (για πλοίο) αυτός τού οποίου τα άκρα προεξέχουν σαν κέρατα 3. (για οροσειρά) αυτός που έχει μυτερή κορυφή, οξυκόρυφος.… … Dictionary of Greek
τανύκραιρος — ον, Α αυτός που έχει τεντωμένα, μακριά κέρατα («τανυκραίροισι ἐλάφοισι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + κραιρος (< κραίρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ὀρθό κραιρος] … Dictionary of Greek
βοόκραιρος — βοόκραιρος, ον (Α) αυτός που έχει κέρατα βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + κραιρος < κραίρα «κέρατο» (πρβλ. εύκραιρος)] … Dictionary of Greek
δίκραιρος — δίκραιρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει δύο κέρατα 2. ο σχισμένος στα δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι* + κραιρος < κραιρα «κορυφή, κεφαλή» (πρβλ. εύκραιρος, τανύκραιρος)] … Dictionary of Greek
ομόκραιρος — ὁμόκραιρος, ον (Α) αυτός που έχει όμοια κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κραῖρα «κορυφή, κεφαλή» (πρβλ. ορθό κραιρος)] … Dictionary of Greek