- δί-βροχος
δί-βροχος, zweimal benetzt, ἔλαιον, das durch die zweite Presse gewonnene Oel, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δί-βροχος, zweimal benetzt, ἔλαιον, das durch die zweite Presse gewonnene Oel, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρόχος — noose masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… … Dictionary of Greek
βροχός — (I) ο [βρόχος] 1. χοντροκλωσμένο νήμα από μετάξι 2. ονομασία του φυτού αβένη η γενειοφόρος. (II) ο [βρέχω] λάκκος γεμάτος με νερό της βροχής … Dictionary of Greek
βρόχος — ο 1. σχοινί με θηλιά στη μια άκρη, που χρησιμοποιείται ως αγχόνη: Παλαιότερα, απαγχόνιζαν πολλούς κατάδικους περνώντας στο λαιμό τους έναν τεράστιο βρόχο. 2. όργανο για να πιάνουν άγρια ζώα, λάσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρόχω — βρόχος noose masc nom/voc/acc dual βρόχος noose masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχοι — βρόχος noose masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχοις — βρόχος noose masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχοισι — βρόχος noose masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχοισιν — βρόχος noose masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχον — βρόχος noose masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχου — βρόχος noose masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)