δί-αρμα

δί-αρμα

δί-αρμα, τό, 1) die Erhebung des Styls, Longin. 12, 1; Plut., der es mit ὄγκος vrbdt, Aristoph. et Men. comp. 1; τῆς ψυχῆς, D. L. 9, 5. – 2) das Ueberfahren, πελάγιον, Seereise, Pol. 10, 8; Ueberfahrtsort, Strab. IV p. 199.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἇρμα — ἄρμα , ἄρμα that which one takes neut nom/voc/acc sg ἄρμᾱ , ἄρμα that which one takes fem nom/voc/acc dual ἄρμᾱ , ἄρμα that which one takes fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρμα — that which one takes neut nom/voc/acc sg ἄρμᾱ , ἄρμα that which one takes fem nom/voc/acc dual ἄρμᾱ , ἄρμα that which one takes fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅρμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅρμα — chariot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… …   Dictionary of Greek

  • άρμα μάχης — Όχημα, ερπυστριοφόρο και θωρακισμένο, οπλισμένο βασικά με πυροβόλο και πολυβόλα. Τα ά.μ. χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να κινούνται σχεδόν σε οποιοδήποτε έδαφος από την προστασία του θώρακα και την ισχύ πυρός. Διακρίνονται σε ελαφρά (για …   Dictionary of Greek

  • Άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * Ἅρμα, το (Α) 1.… …   Dictionary of Greek

  • Αρμά (Αγίου Γεωργίου), μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Ευβοίας, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Χαλκίδας. Ο χρόνος ίδρυσης του μοναστηριού παραμένει άγνωστος. Από την τοιχοδομία και τα άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία προκύπτει ότι το καθολικό χτίστηκε σε διάφορες εποχές.… …   Dictionary of Greek

  • άρμα — I (λ. λατιν.), συνήθως στον πληθ. άρματα, τα όπλο, όπλα: Πέθαναν με τ άρματα στο χέρι. Φρ. «βάζω κάτω (ή ρίχνω) τ άρματα», αναγνωρίζω πως νικήθηκα (κυριολ. και μτφ.). II ατος 1. αρχαίο πολεμικό όχημα δίτροχο, ελαφρύ, που το έσερναν δύο ή τέσσερα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • ἄρμ' — ἄρμα , ἄρμα that which one takes neut nom/voc/acc sg ἄρμαι , ἄρμα that which one takes fem nom/voc pl ἄρμᾱͅ , ἄρμα that which one takes fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”