δί-πους

δί-πους

δί-πους, ουν, οδος, zweifüßig, λέαινα, ὄφις, Aesch. Ag. 1231 Suppl. 872; μῠς, eine libysche Mäuseart, Her. 4, 192; ἀγέ η Plat. Polit. 276 c; ζῷα, öfter Arist. u. A. Auch = zwei Fuß lang, Plat. Men. 83 d Polit. 266 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πούς — foot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • πους (πόδι) — Μονάδα μήκους· ρωμαϊκός = 0,296 μ., παρισινός = 0,3248 μ., αγγλικός, ρωσικός, αμερικανικός 0,304 μ …   Dictionary of Greek

  • Ἀλλ’ οὐδεὶς οἶδεν ὅπου με θλίβει ποῦς. — См. У всякого своя блошка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ρεγιέ, Zορζ Aντουάν Πους — (Rayet, 1839 – 1906). Γάλλος αστρονόμος. Αρχικά διορίστηκε έκτακτος αστρονόμος και τμηματάρχης της μετεωρολογικής υπηρεσίας του αστεροσκοπείου του Παρισιού. Το 1874 διορίστηκε στο πανεπιστήμιο της Μασσαλίας και το 1876 στο Μπορντό όπου, μετά από… …   Dictionary of Greek

  • ποδοῖιν — πούς foot masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδοῖν — πούς foot masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδός — πούς foot masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποσσί — πούς foot masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποσσίν — πούς foot masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποσί — πούς foot masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”