- δίπος
δίπος, = δίπους, p. bei Iambl. vit. Pyth. p. 300.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δίπος, = δίπους, p. bei Iambl. vit. Pyth. p. 300.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δίπος — δίπους two footed masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιμώ — μαιμῶ, άω, (Α) 1. επιθυμώ σφοδρά, λαχταρώ («μέμησε δὲ oἱ φίλον ἧτορ», Ομ. Ιλ.) 2. κινούμαι ορμητικά, μαίνομαι («μαιμᾷ πέλας... δίπος ὄφις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαι μά ω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *mē «επιθυμώ σφοδρά» και εμφανίζει επιτατικό… … Dictionary of Greek