- δέσμωμα
δέσμωμα, τό, die Fessel, Aesch. Pers. 731; Soph. frg. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δέσμωμα, τό, die Fessel, Aesch. Pers. 731; Soph. frg. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δέσμωμα — το (AM δέσμωμα) νεοελλ. το φυτό δεσμόδιο αρχ. πληθ. τα δεσμώματα τα δεσμά. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δεσμώτης] … Dictionary of Greek
δεσμώμασι — δέσμωμα neut dat pl δεσμωμα bond neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώμασιν — δέσμωμα neut dat pl δεσμωμα bond neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δένδρωμα — δένδρωμα, το (Α) ο δενδρώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον (πρβλ. δέσμωμα, δεσμός). Οι λέξεις δένδρωμα και δενδρών* χρησιμοποιήθηκαν στους όψιμους χρόνους για να δηλώσουν τον δασωμένο τόπο] … Dictionary of Greek
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
δεσμώτης — ο (θηλ. δεσμώτις, η) (AM δεσμώτης, ο θηλ. δεσμῶτις, η) φυλακισμένος νεοελλ. αυτός που επηρεάζεται απόλυτα από κάποιον ή κάτι, δέσμιος («δεσμώτης τού έρωτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα δεσμώτης, δεσμωτήριον, δέσμωμα είναι παράγωγα τού δεσμός*, παρεκτεταμένα με… … Dictionary of Greek
ԿԱՊԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 1054 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c գ. δέσμα, δέσμωμα, δεσμίς ligamen, vinculum. Որպէս գործի կապելոյ, կապ, կապանք. պարան. լար. զօդ. ... *Կտաւեղէն կապարան (պատանք): Ի կապարենէն արձակէ յանիծից … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)