δέστρον, τό, Poll. 1, 145, τὸ ἐντὸς τῆς πλήμνῆς σιδήριον, ὃ τρίβει τὸν ἄξονα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δέστρον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέστρο — το (Α δέστρον) [δω (δέω)] ο σιδερένιος δακτύλιος τού τροχού μέσα στον οποίο μπαίνει ο άξονας … Dictionary of Greek